Ο Μιχάλης Συριόπουλος μιλά για την παράσταση του Γιώργου Καπουτζίδη, το βραβείο Χορν, τον έρωτα και την αποδοχή
Συναντηθήκαμε ένα πρωί στο γραφείο, και είναι από αυτούς τους ανθρώπους που η χειραψία και τα μάτια τους μαρτυρούν μία ζεστασιά, που ξέρεις ότι θα ακούσεις και στα λόγια τους. Ο Μιχάλης Συριόπουλος έχει ήδη καταφέρει τόσα πράγματα, αλλά όλα δείχνουν ότι για εκείνον, αυτή είναι μόνο η αρχή.
Μιλάμε για τους σκύλους μας, γιατί κάπου είχα διαβάσει ότι είχε φοβία μαζί τους, προτού αποκτήσει τον δικό του. Τα ίδια κι εγώ. «Πώς ζούσαμε τόσα χρόνια χωρίς σκύλο;» του λέω, λες και γνωριζόμαστε από το Πανεπιστήμιο. «Δεν έχω ιδέα. Θα ήμουν ο μισός Μιχάλης αν δεν είχα τον Πάρη. Δεν θα ήξερα τι σημαίνει ανιδιοτελής αγάπη». Μοιραζόμαστε τον φόβο μας για τον θάνατό τους, αναρωτιόμαστε γιατί οι σκύλοι δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι, και δεν ξέρουμε αν θα συνεχίσουμε με άλλο κατοικίδιο στη συνέχεια. «Το μεγαλύτερο μάθημα που έχω πάρει είναι το πώς χαίρονται την κάθε μέρα, σαν να είναι η πρώτη φορά».
Αφού ξεκινήσαμε με φόβο για την απώλεια, προχωρήσαμε στα ευχάριστα, όπως είναι η συνεργασία του με τον Γιώργο Καπουτζίδη στην παράσταση 42497, το βραβείο Χορν, η ζωή στην Αθήνα, το δικό του εργαστήρι, τα ταξίδια και η τεράστια σημασία του έρωτα στη ζωή του.
Η συνεργασία με τον Γιώργο Καπουτζίδη
«Μεγαλώνοντας, προτιμώ να επενδύω στους ανθρώπους και τις συνεργασίες που έρχονται ομαλά, και λιγότερο στους ρόλους. Ο Γιώργος αποτελεί μία τέτοια περίπτωση. Θυμάμαι πολύ όμορφες στιγμές από τις πρόβες, με ευγένεια και κλίμα που ήταν περισσότερο φιλικό. Μιλήσαμε πρώτα για άλλα πράγματα και μετά ανέβηκα στη σκηνή για να με δουν. Είναι το στιλ περιβάλλοντος που μου επιτρέπει να ανθίζω πιο εύκολα. Ήρεμα, χωρίς ανταγωνισμούς».
Η παράσταση 42497
«Θα σου φανεί περίεργο, αλλά είπα το ναι πριν διαβάσω το σενάριο ή δω τον ρόλο μου. Όχι επειδή βρισκόμουν σε ανάγκη. Ευτυχώς είχα δεχτεί πολλές προτάσεις εκείνη την περίοδο. Η παράσταση, για Γιώργο Καπουτζίδη, είναι κάτι διαφορετικό. Βρισκόμαστε στο μέλλον. Πρόκειται για ένα παραμύθι, υπέρ της αγκαλιάς, αν και οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα ή συναισθήματα. Εκκολάπτονται, ζουν κάτω από τη γη και ανεβάινουν πάνω για λίγο, όσο το επιτρέπει η θερμοκρασία. Μέσα σε αυτό το σύμπαν, υπάρχουν και οι άνθρωποι που πρόλαβαν να ζήσουν στη γη, και μεταλαμπαδεύουν ιστορίες από εκείνη την εποχή, ξυπνώντας το καλό ή το κακό στους υπόλοπους.
«Είναι οι 70άρηδες, η ηλικία που τελειώνει και η ζωή τους. Στο τέλος δεν νικάει το καλό, αλλά το μήνυμα είναι ότι ακόμα και αν όλα διαλύονται, πορευόμαστε όλοι μαζί και όχι ο καθένας μόνος του».
Το καλό και το κακό στους ανθρώπους
Τον ρωτώ αν πιστεύει ότι γεννιόμαστε καλοί ή κακοί, αν είναι επίκτητο ή αν είναι κομμάτια που όλοι έχουμε μέσα μας. «Είναι τόσο υποκειμενική η αλήθεια του καθενός, που προσπαθώ να μην βάζω την ταμπέλα του καλού ή του κακού. Προτιμώ να ψάχνω το γιατί είναι κάποιος καλός ή κακός. Καμιά φορά, και η πολλή καλοσύνη κρύβει φόβους, ανασφάλεια ή νεύρα που δεν έχουν εκτονωθεί. Είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε, ειδικά με την ύπαρξη των social media».
Η σχέση του με τον θάνατο
«Θα είμαι πολύ ειλικρινής. Μία περιπέτεια υγείας του πατέρα μου, που συνδέεται με τον κορονοϊό, άλλαξε τον τρόπο που σκέφτομαι, γιατί πέρασα πολλούς μήνες, αγωνιώντας κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται όμως, ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Και είναι σημαντικό να μάς υπενθυμίζεται και να μην χτυπάμε ξύλο κάθε φορά που μιλάμε για αυτό. Ο θάνατος σε ενηλικιώνει, αρκεί να μην σε πάρει από κάτω».
«Μιλώντας για κορονοιό, εμένα αυτές οι απώλειες με αφύπνισαν. Έβλεπα να πεθαίνει κόσμος και σκεφτόμουν ότι τώρα είναι η ώρα να πραγματοποιήσω αυτά που θέλω. Βασικά το σημαντικότερο ήταν να με αποδεχθώ. Και αυτό έκανα».
Θεσσαλονίκη- Αθήνα
Ήρθε μετά τα 30 από τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που μεγάλωσε και έζησε. Ωστόσο, νιώθει ότι στην Αθήνα ξεκίνησε η ζωή του, με τον τρόπο που εκείνος την ονειρευόταν. «Ήταν η πρώτη φορά που ρίσκαρα». Η καριέρα του μετρούσε ήδη χρόνια, με πρωταγωνιστικούς ρόλους στο ΚΘΒΕ, την Πειραματική Σκηνή, στο ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και την ομάδα Πασατέμπο. «Υπάρχει όμως ταβάνι, όταν ζεις στη Θεσσαλονίκη και τα 30 είναι η ηλικία όπου καλείσαι να αποφασίσεις αν θα συμβιβαστείς, θα παντρευτείς και θα συνεχίσεις».
Τώρα που τα 40 είναι λίγο πιο κοντά από τα 30, θέλει να αλλάξει ξανά. «Τώρα μου φαίνεται και η Αθήνα μικρή. Αν έχω την υγεία μου, νομίζω ότι θα αλλάζω ανά δεκαετία. Ξέρεις, εμείς που είμαστε από μικρές πόλεις, μεγαλώνουμε με τη σκέψη του τι θα γινόταν αν ζούσαμε στην Αθήνα. Πράγμα που έγινε ψυχοφθόρο, αλλά που με κινητοποίησε να φύγω, παρόλες τις δυσκολίες της αρχής. Αν χρειαζόταν, θα καθάριζα τζάμια μαγαζιών. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό»
Τον ρωτώ για τις κοινωνικές προεκτάσεις του να ζεις σε μία μικρότερη πόλη και για το κλασικό σύννεφο που υπάρχει πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Το «τι θα πει ο κόσμος».
«Καλά αυτό το τι θα πει ο κόσμος, έχει ξεκληρίσει γενιές και μυαλά. Και μπορεί να συμβεί όπου κι αν ζεις. Το πιο σημαντικό για εμένα είναι να ζεις με αξιοπρέπεια και δεν μετρά τίποτα άλλο».
Το εργαστήρι του
«Το να έχω τον δικό μου χώρο, το τΖΕΝεράλε Acting Studio, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά μου. Να πορευόμαστε με διάφορα είδη θεάτρου και να έρχονται άνθρωποι που να ταιριάζουν με το μέρος. Ευτυχώς πηγαίνει πολύ καλά και παρατηρώ ότι έχει γίνει η απόλυτη προτεραιότητά μου. Όπως προτεραιότητα είναι και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι. Ερασιτέχνες ή μη, θέλω να διέπονται από ποιότητα, καθαρότητα, ηρεμία και έμπνευση.
Η υποβάθμιση των ηθοποιών
«Είναι ένα πολύπλοκο θέμα γιατί έχει βαθιές ρίζες και έρχεται από παλαιότερες κυβερνήσεις. Δεν είναι μόνο πολιτικό το θέμα, και αν θες τη γνώμη μου, πρέπει να αρχίσει από τις άδειες εργασίας των ηθοποιών και ποιος έχει πτυχίο.
«Δεν γίνεται η δημοφιλία να ανταμείβεται περισσότερο από το βραβείο Χορν. Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, γιατί μιλάμε πρωτίστως για μία ηθική υποτίμηση του κλάδου. Υποτιμούνται οι προσωπικές ιστορίες των ηθοποιών από αυτά που πέρασαν στις σχολές, οι συγκρούσεις με τους γονείς και το να κάνεις τη νύχτα μέρα για να μπορείς να πληρώνεις τα δίδακτρα»
Το βραβείο Χορν
Το βραβείο Χορν ήρθε το 2020, για τις παραστάσεις «Καντίντ ή Η αισιοδοξία», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, και για την "Πόλη", σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. «Ενώ το ήθελα πολύ, όταν το πήρα, μου συνέβη κάτι παράδοξο. Τρόμαξα γιατί βρέθηκα στο επίκεντρο, ενώ μέχρι τότε κάπως κρυβόμουν πίσω από τους ρόλους μου. Ήρθε και στην αρχή της πανδημίας, όπου ξαφνικά κλειστήκαμε σπίτια μας, οπότε ήταν δύσκολο. Ακούγεται αστείο, αλλά το Χορν άλλαξε τη ζωή μου, αλλά όχι με τον τρόπο που εσείς θα υποθέτατε. Από εκεί που το θέατρο ήταν το καταφύγιό μου, άρχισα να το κάνω και στη ζωή. Και αυτό οδήγησε σε ένα άνοιγμα, που με οδήγησε σε πρωτόγνωρα και υπέροχα μονοπάτια».
Τηλεόραση, θέατρο ή κινηματογράφος;
«Με έχουν ταυτίσει με φονιά ή βιαστή και θέλω λίγο να ξεσκάσω. Πλέον αποζητώ την κωμωδία, όπως η σειρά του Ant1 Plus που έκανα τώρα, "Είμαι η Τζο". Έχω παίξει τόσο δράμα που κουράστηκα. Έχω παίξει τον μισό Τσέχοφ» μου λέει γελώντας.
Αλλά επειδή γύρισα πρόσφατα δύο ταινίες, τη «Ριβιέρα» του Ορφέα Περετζή και τα «Μικρά Πράγματα Που Πήγαν Λάθος» του Χάρη Βαφειάδη, έχω γλυκαθεί με τον κινηματογράφο και πλέον νιώθω να με καλεί, μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Σε αυτή τη φάση φλερτάρω με έναν ακόμη φόβο μου, που είναι η σκηνοθεσία. Αναζητώ έργα για να φτιάξω τις δικές μου ομάδες και να διηγηθώ τις δικές μου ιστορίες».
Αποχαιρετηθήκαμε ανταλλάσσοντας tips για τη Ρώμη, που θα επισκεφεί πολύ σύντομα, για τα γλυκά που λατρεύουμε, τα σκυλιά μας και δώσαμε ραντεβού για την παράσταση που θα ανεβάσει στο εργαστήρι με την ομάδα του. «Ο έρωτας είναι αυτός που έχει τη μεγαλύτερη αξία», μου υπενθυμίζει φεύγοντας.